κωμογραμματεύς

κωμογραμματεύς
κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος τού κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο-γραμματεύς, τοπο-γραμματεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωμογραμματεύς — clerk of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμογραμματεῖς — κωμογραμματεύς clerk of a masc acc pl κωμογραμματεύς clerk of a masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμογραμματεία — κωμογραμματεία, ἡ (Α) [κωμογραμματεύς] η υπηρεσία τού κωμογραμματέως …   Dictionary of Greek

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • προκωμογραμματεύς — έως, ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα κωμογραμματέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κωμογραμματεύς «γραμματέας τής κώμης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”